Τι πρέπει να γνωρίζουμε για τα νιτρικά λιπάσματα και για την εφαρμογή τους νωρίς την άνοιξη
Γιατί η ασβεστούχος νιτρική αμμωνία δεν έχει κανένα πραγματικό πλεονέκτημα απέναντι της νιτρικής αμμωνίας.
Αρχίζει σε λίγες εβδομάδες η περίοδος επιφανειακής λίπανσης των χειμερινών σιτηρών. Μετά το πρώτο φύτρωμα οι χειμερινές καλλιέργειες κατά το διάστημα Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου συνήθως παραμένουν στάσιμες και πολλές φορές κιτρινίζουν. Η καθήλωση αυτή ανάπτυξης των φυτών μερικές φορές οφείλεται σε χειμερινούς παγετούς (που προσβάλλουν το υπέργειο μέρος του φυτού), αλλά συνηθέστερα έχει σαν βασικό αίτιο την έλλειψη αζώτου. Όταν, κατά τους χειμερινούς μήνες το έδαφος είναι ψυχρό, η ανάπτυξη του ριζικού συστήματος καθηλώνεται και η ικανότητα των ριζών να παραλαμβάνουν θρεπτικά στοιχεία περιορίζεται δραματικά.
Κάτω από τις συνθήκες αυτές η διαθεσιμότητα του νιτρικού αζώτου στο έδαφος είναι επίσης πολύ περιορισμένη, αλλά καθοριστική για την παραπέρα εξέλιξη της καλλιέργειας.
Ας σημειωθεί εδώ ότι η νιτρική μορφή αποτελεί την κύρια πηγή αζωτούχου θρέψης όλων των καλλιεργειών. Όλες οι άλλες μορφές αζώτου που απαντώνται στο έδαφος, δηλ. το άζωτο των οργανικών συστατικών του εδάφους, η ουρία ακόμη και το αμμωνιακό άζωτο, με τη βοήθεια της μικροβιακής χλωρίδας του εδάφους μετατρέπονται σε νιτρικό άζωτο. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο όταν οι συνθήκες νιτροποίησης , δηλ. θερμοκρασία, υγρασία, πεχά, είναι ευνοϊκές, όπως συνηθέστερα παρατηρείται κατά το Φθινόπωρο και μετά τον Απρίλιο.
Επομένως το Χειμώνα δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να παραχθεί στο έδαφος νιτρικό άζωτο. Εκτός αυτού, το νιτρικό άζωτο που είχε παραχθεί κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, είτε από την οργανική ουσία του εδάφους, είτε από τα βασικά λιπάσματα που μπήκαν την εποχή εκείνη (βασική λίπανση χειμερινών καλλιεργειών), ξεπλένεται και χάνεται με τις βροχές του Χειμώνα.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη των χειμερινών σιτηρών να ενισχυθούν ενωρίς την 'Ανοιξη με άζωτο στην άμεσα αφομοιώσιμη νιτρική μορφή.
Τα κύρια νιτρικά λιπάσματα που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό είναι η νιτρική αμμωνία και η ασβεστούχος νιτρική αμμωνία.
Σε αρκετούς σιτοκαλλιεργητές και αντίστοιχες περιοχές της χώρας έχει επικρατήσει (άγνωστο για ποιους λόγους) η άποψη ότι η ασβεστούχος νιτρική αμμωνία επιδρά ταχύτερα από την απλή νιτρική αμμωνία και άρα η πρώτη θα πρέπει να προτιμάται για την πρώιμη επιφανειακή λίπανση. Κατά την άποψη αυτή, εάν η επιφανειακή λίπανση δεν πραγματοποιηθεί πρώιμα (π.χ. από έλλειψη υγρασίας, ή αντίθετα αν τα χωράφια δεν πατιούνται λόγω συνεχών βροχών), αργότερα θα χρησιμοποιηθεί όχι η ασβεστούχος, αλλά η "σκέτη" νιτρική αμμωνία.
Οι απόψεις αυτές είναι πέρα για πέρα λανθασμένες !
Και να γιατί : Και οι δύο προαναφερθέντες τύποι αζωτούχων λιπασμάτων αμέσως μετά την προσθήκη τους στο έδαφος, όταν υγρανθούν οι κόκκοι διασπώνται σε δύο "κλάσματα" : Το νιτρικό και το αμμωνιακό. Το πρώτο δεν συγκρατείται από τα συστατικά (άργιλο, οργανική ουσία) του εδάφους και απορροφάται αμέσως από τις ρίζες. Το αμμωνιακό κλάσμα είναι εξ ίσου αφομοιώσιμο, αν και σύμφωνα με ορισμένες αναφορές οι ρίζες των σιτηρών "προτιμούν" το νιτρικό άζωτο. Όμως η σχετική καθυστέρηση του αμμωνιακού οφείλεται όχι στη μειωμένη αφομοιωσιμότητα, αλλά γιατί ένα μέρος του ανάλογα με τις εδαφικές συνθήκες δεσμεύεται πρόσκαιρα από την άργιλο και την οργανική ουσία του εδάφους και κατά συνέπεια δεν είναι άμεσα διαθέσιμο στις ρίζες.
Ερχόμαστε τώρα στην ασβεστούχο νιτρική αμμωνία. Διαφέρει μόνο κατά το ότι περιέχει λιγότερες μονάδες αζώτου (26-27%, έναντι 33-34,4% της νιτρικής αμμωνίας) και επίσης ότι περιέχει περί το 20% ανθρακικό ασβέστιο ή και ανθρακικό μαγνήσιο, δηλ. ασβεστόλιθο, η δολομίτη σε σκόνη). Το ανθρακικό ασβέστιο αναμειγνύεται στον κόκκο χωρίς να συμμετέχει στο χημικό τύπο του λιπάσματος. Επίσης, το ανθρακικό ασβέστιο διαλύεται αργά-αργά και δεν παρεμβαίνει στην αφομοιωσιμότητα, είτε του νιτρικού, είτε του αμμωνιακού κλάσματος.
Μόνο στα όξινα εδάφη, με πεχά κάτω του 7, παρουσιάζει κάποιο πλεονέκτημα η ασβεστούχος νιτρική αμμωνία, γιατί το ασβέστιο που περιέχει επιβραδύνει κάπως την παραπέρα οξίνιση του εδάφους. Σε καμία όμως περίπτωση η ελάχιστη αυτή ποσότητα ανθρακικού ασβεστίου δεν θα μπορούσε να διορθώσει το πεχά ενός όξινου εδάφους. Αρκεί να σκεφθούμε ότι μία δόση 30 κιλών/στρ. ασβεστούχου νιτρικής αμμωνίας προσθέτει μόνο περί τα 6 κιλα ανθρ. ασβεστίου. Ενώ για τη διόρθωση ενός όξινου εδάφους απαιτείται η προσθήκη εφάπαξ τουλάχιστον 250 κιλών ανθρ. ασβεστίου!
Τα όξινα εδάφη απαντώνται κατά θέσεις στη Δυτική Ελλάδα και σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας (Κιλκίς, Χαλκιδική). Όταν το πεχά του εδάφους είναι κάτω του 6 (π.χ. 4,5-5,5), όπως σποραδικά καταγράφεται στις παραπάνω περιοχές, απόδοση των σιτηρών (όπως και άλλων ευαίσθητων στην οξύτητα καλλιεργειών) είναι πολύ περιορισμένη και η καλλιέργεια τους αντιοικονομική. Μόνο η κατάλληλη ασβέστωση του εδάφους μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και ουδέποτε η λίπανση με ασβεστούχο νιτρική αμμωνία, ή με άλλο λίπασμα που περιέχει και ασβέστιο.
Μετά από την ασβέστωση ενός όξινου εδάφους δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος προτίμησης της ασβεστούχου νιτρικής, εκτός εάν η τιμή της (ανά μονάδα αζώτου) είναι συμφερότερη από την τιμή της νιτρικής αμμωνίας. Κατά κανόνα όμως ισχύει το αντίθετο !
Ας μη λιπαίνουμε λοιπόν ακολουθώντας "το παράδειγμα του γείτονα", αλλά μάλλον τα πορίσματα της επιστήμης.
Δρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΝΑΛΟΓΙΔΗΣ
τ. Αν. Καθηγητής Γεωπ. Παν/μίου Αθηνών
Επιστημονικός Σύμβουλος "ΜΕΓΚΛΑΣ ΑΒΕΕ"